|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προφυλακισμός? — — μονόμετρος — αντιρρέω — απάρθενος — προσορμίζομαι — σαβάνωμα — δελφινάριο — ντιζέρ — λαγαρός — αδημοσίευτος — αναπόσπαστος — βατταλαλώ — κακοΰφαντος — τυλοφθόρος — λάχνη — ανεπαρκώς — αντιπειθαρχικός — λαρύγγι — χρονομετρικός — ακανθών — φεσοφόρος — τσομπάνισσα |
|||