δηλητήριο

формы словаβ
δηλητήριο
το прям., перен. яд, отрава



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово яд? — δηλητήριο
как на (ново)греческом будет слово отрава? — δηλητήριο
как с (ново)греческого переводится слово δηλητήριο? — яд, отрава


αιτούμαιακροζυγιάζομαιψυχολογικόςδρυοφλοιόςανελπισιάαπέμφραξηαριστεροχέρηςθαυμαστόςευθυμογραφικόςκομψεύομαιπλαγιοσποράαναπεταρίζωπυρόλυσημεροληπτώχρυσοφανήςακάλτσωτοςδανείζωερειπώνωημίψυκτοςημίχρονοστενόψηχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit