|
το вымпел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вымпел? — παράσειον как с (ново)греческого переводится слово παράσειον? — вымпел — αναδόμηση — ανόρεξος — στιχομανία — εόρτιος — μέλωμα — εκσπερμάτωση — βύζουνας — προκαταβολικώς — ομόθερμος — παραγώνι — μαστουρομένος — πείνα — καλομελετώ — ήμαρ — οψοθήκη — διαφερόντως — ακουαφόρτε — υδροστάσιον — ερυσίπελας — βρωμάω — μπορντελλόβιος |
|||