|
1) упоминать; 2) церк. поминать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упоминать? — μνημονεύω как на (ново)греческом будет слово поминать? — μνημονεύω как с (ново)греческого переводится слово μνημονεύω? — упоминать, поминать — επακτός — Τούρκος — ελεητής — λιμενοβραχίονας — αριθμητήρας — στροφόμετρο — μετατοπίζω — αυτοκαταγγελία — τονικότητα — βαλιτσούλα — ζααχροποιείο — αναπαύω — γραμματοδιδάσκαλος — πρόβατο — ψιθυρίζω — θερμοσίφωνας — άδολος — νηστευτής — ξεψείρισμα — πνθυμάω — μεγαλομάρτυρας |
|||