|
I τό 1) начало; στό ~ τού καλοκαιριού — в начале лета; 2) вход; === τό ~-έβγα — хождение взад и вперёд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово начало? — έμπα как на (ново)греческом будет слово вход? — έμπα как с (ново)греческого переводится слово έμπα? — начало, вход — καλογερικός — ξεθρακιάζω — ορισμός — φλακιάζω — ακολουθώ — ανθόνερο — βενετικός — μεγαλήγορος — μυθοποιία — στράβωμα — διανέμω — σερνικοβότανο — καλοκαιράκι — στριφόκερος — καλαμωτό — εξείπον — οπλιταγωγό — λοφίον — καλούτσικος — περιοχή — δακρυσμένος |
|||