|
ο деревенщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — καραγκούναρος как с (ново)греческого переводится слово καραγκούναρος? — деревенщина — λεφτούλια — βουλκανισμένος — συνεκφωνώ — γυροτρίγυρα — πεπονιά — κατονομασία — φαλτσάρισμα — μαρτυρίκι — σπειρούμαι — πιλοτάρω — ευθύδικος — βιβλίο — ακύρωση — κέδρος — ασύναχτος — ομοβροντία — πούστρα — ξύπνο — χρειάζομαι — ανακύπτω — ματόφυλλο |
|||