|
ο дилетантизм; дилетантство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дилетантизм? — ντιλετταντισμός как на (ново)греческом будет слово дилетантство? — ντιλετταντισμός как с (ново)греческого переводится слово ντιλετταντισμός? — дилетантизм, дилетантство — φυτοβένθος — απεριγέλαστος — υφηβικός — επαφίεμαι — τετραπλάσιος — επικαλυπτικός — νοστιμιά — περίπτερος — συνοφειλέτις — αναπιασμένος — μπιρμπίλα — απόπτωση — ανιαρότητα — εξορκίστρια — συγκάηκα — υμνητής — ολοτελώς — ναυσιπλοΐα — υπαμοιβή — παλλάδιο — απάντημα |
|||