|
1. полуавтоматический; ~α όπλα — полуавтоматическое оружие; 2. (о) полуавтомат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полуавтоматический? — ημιαυτοματικός как на (ново)греческом будет слово полуавтомат? — ημιαυτοματικός как с (ново)греческого переводится слово ημιαυτοματικός? — полуавтоматический, полуавтомат — υποστύλωση — ευθαρσία — υποδούλωση — ψάλσιμο — ραδιοηλεκτρικός — επανορθώτρια — ξεμοντάρισμα — κανένας — ακάλυπτος — σταρένιος — κορνιζοπώλης — αλλοτριότητα — χειροτερεύω — αρραβωνιάζω — εστήθην — μουλαρώνω — ακαπάκωτος — οφιόδηκτος — ετοιμόγεννος — εφτάπλευρος — στέμφυλον |
|||