|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερπλήρωση? — — αφίχθην — άπεφθος — ιεροδιάκονος — μερικεύω — εκφυλίζομαι — ληνός — λεοντιδεύς — ανασπαστήρας — δεντρόκηπος — περιστασιακώς — τρελός — μυτίζω — όστρεο — κουζίνα — λαμπρά — εξωμήτριος — βολβολούλουδο — μουσειολογία — ανεξόδιαστος — διάφυση — κυβερνησιμότητα |
|||