|
уст. подпирать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпирать? — διερείδω как с (ново)греческого переводится слово διερείδω? — подпирать — κολυμβητά — αδιαφιλονίκητα — αμπελήσιος — ογδοντάρης — βροχοπιάνω — σφαιρίνη — εξωλέμβιος — ιριδισμός — εγχέλιον — προσιδιάζων — μελισσοτρόφος — ρεζεντά — απλουτος — μανδύας — διαβεβρωμένος — γυαλιστήρι — μουσικοσυνθέτης — μαστίγιο — γαϊδουροσύνη — κεντράκι — δίλοφος |
|||