|
το темп; ритм; μέ τό ~ του — не спеша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово темп? — τέμπο как на (ново)греческом будет слово ритм? — τέμπο как с (ново)греческого переводится слово τέμπο? — темп, ритм — περσιστί — ψαλιδοκέρι — άντερο — σύντρόφισσα — εμπαικτικός — αντιστρατήγημα — κρεμάμενος — ρινίτις — ασκούπιστος — κεροστίλβη — οιστρογονοθεραπεία — κουβαρίστρα — σφεντονιά — παλουκώνω — διακριτικό — εξωγκωμένος — λάγιαση — ανευσεβάστως — ψιάκωμα — λόξυγγας — αναπνευστικός |
|||