|
иметь прозвище; ο ~όμενος... — [phrase]по прозвищу...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иметь прозвище? — επιλέγομαι как с (ново)греческого переводится слово επιλέγομαι? — иметь прозвище — καυστηρατζής — αποπροσανατολισμός — σωροβολιάζομαι — διεισδυτικότης — ξηρόπισσα — μεταδοτήρας — ξαγρυπνισμένος — κρυερός — πρήζομαι — γεννητουροποιητικός — μυθολόγος — διαφυλάσσομαι — πηδαλιουχείο — ανεπίγνωστα — δέ — μαντείο — προκαθορίζω — κεραμιδώ — επισημοποιώ — πολυθεΐστρια — φαγκοττο |
|||