|
разыгрывать (выигрыши) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разыгрывать? — εκκυβεύω как с (ново)греческого переводится слово εκκυβεύω? — разыгрывать — χαλαζίας — αμφίστομος — κανών — ξύριχθυς — σπασοκέφι — χοιροτροφία — βαθούλωμα — Βούλγαρος — ακουβέντιαστος — ευγνωμοσύνη — τρομάρα — αντιμαχία — ανακάθημαι — αζούπιγος — γελοιοποιούμαι — ευθάλασσος — υγραίνω — χωροθέτηση — συμπίνω — μικρανεψιός — αυξημένος |
|||