|
(-εως) η изменение стоянки (судна) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изменение стоянки? — μεθόρμιση как с (ново)греческого переводится слово μεθόρμιση? — изменение стоянки — χουβαρντάνθρωπος — επείγω — σαφώς — χαρτορρίχτρα — γνωστότατος — αλεξίλυπος — γανωματής — σχοινοκλίμακα — παλιάτσος — συνεργός — ανθογυάλι — αστοχία — νουνός — ελεητικός — μεταγωγικός — κηρύσσω — ανασφάλιστος — ρυτίδα — ασκαντάλιστος — μπλιό — αηδονήσιος |
|||