|
ο место(__,__) изобилующее рыбой, рыбное место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово место, изобилующее рыбой? — ψαρότοπος как на (ново)греческом будет слово рыбное место? — ψαρότοπος как с (ново)греческого переводится слово ψαρότοπος? — место, изобилующее рыбой, рыбное место — συμμοριακός — τροχιοδείκτης — ατσαλάκωτος — αμμόνι — ανώδυνος — ψιθυρισμός — ποδαράκι — στανικός — ζέστα — κατηχητική — χειροκρατώ — οψιμότης — παραμικρός — υμνογραφικός — γκαρσόν — ζητουλειά — διακριτικό — φιλεργία — προξενιό — μαγνησιακός — γενειοφορία |
|||