|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χειλικόληκτος? — — γυάλισμα — χλιαρότητα — αλεπόμουτρο — κλαυθμηρός — κατάξερος — αιχμηρός — περονόσπορος — αβούρκωτος — εγκοπεύς — ολιγωρία — σοσιαλεπαναστάτης — διασφίγγω — κεντητός — πιπίνι — οπλίζω — προσωπίδα — δοκιμή — υλοτόμος — τόκος — μεσουρανώ — μπούρδα |
|||