|
το половина; κατά τό ~ — наполовину; στό ~ τής τιμής — за полцены; στό ~ τού δρόμου — на полпути; === τό τροφερόν ~ — супруга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половина? — ήμισυ как с (ново)греческого переводится слово ήμισυ? — половина — ευθύνομαι — λευκωματούχος — συγκεκριμένα — αιθυλικός — χρηστομάθεια — πεντακοσιοστό — βουβαμάρα — φακοσκλήρωση — εξελίσσομαι — καθετή — ανορωτιέμαι — στεγανότητα — γαλακτοπαραγωγικός — οσμηρός — ισπανόφιλος — λογιωτατισμός — ροκέ — δωράκι — εξάρτια — πλοηγίδα — κώλος |
|||