|
твердолобый, упрямый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово твердолобый? — σκληροκέφαλος как на (ново)греческом будет слово упрямый? — σκληροκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово σκληροκέφαλος? — твердолобый, упрямый — μαντίλι — στερημένος — επιτεγίς — γούπατο — ακέραιος — συμπατριώτισσα — ελευθεριότητα — πρωτόγαλα — αυχμός — δανειακός — αναγνωριστικά — κουτιαίνω — κοκκορεύομαι — άχραντος — γεωτρία — καλογεννημένος — πετροφυής — γοφάρι — τρομπέτα — λάβραξ — διάγγι |
|||