|
το 1) дециметр; 2) линейка (с делениями) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дециметр? — υποδεκάμετρο как на (ново)греческом будет слово линейка? — υποδεκάμετρο как с (ново)греческого переводится слово υποδεκάμετρο? — дециметр, линейка — εξέλιξη — τέτοιος — μπουκαδόρος — αφεντόπουλο — πλασάρω — αθεατρίνιστος — εμβύθιση — πρεσβεία — παλίρροια — αγγουροντομάτα — διαμετακομιστικός — αλήθεια — διακόπτω — ωογενής — κατα- — ευφάνταστος — γιδόγραικο — απολιθιά — κιλότα — Ατσίγγανος — θηλειάζω |
|||