|
η мед. бели #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бели? — λευκόρροια как с (ново)греческого переводится слово λευκόρροια? — бели — τζιτζιφιόγκος — συμφοιτήτρια — απογεματίζω — φαρμακόγλωσσος — ξανθούλα — ξεμυαλίζομαι — αλατοδοχείον — παλαιοβιβλιοπωλείο — παρεκβατικότης — αυτοπαρηγορία — ελεγκτής — τροχοπέδηση — οργανοποιός — πουσταλευριά — ατραγουδιστός — παράωρα — τζάμι — συργουλιά — λοφιοφόρος — αφάπτω — ιστός |
|||