Новогреческий словарь
γραικός
γραικός
1.
греческий
;
2. (ο Γ.)
грек
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
греческий
? —
γραικός
как на
(ново)греческом
будет слово
грек
? —
γραικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραικός
? — греческий, грек
#
(ново)греческий словарь
—
φτωχοφαμελίτης
—
κλιματιστικό
—
λυράρης
—
αθέριστος
—
αντιλαϊκά
—
ουσιώδης
—
εξελιγμένος
—
βεργινάδα
—
ημιμόνιμος
—
κοντόμυαλος
—
εξωκοινοβουλευτικός
—
εγκεντρίδα
—
γελούμενος
—
λογοπαίγνιο
—
ζαχαροκάλαμο
—
κομμωτής
—
στέππα
—
ενοποιημένος
—
ἱερακάρης
—
αδιαχώριστος
—
κουβάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,