|
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα ) сводить с ума (тж. перен.); === ~ κάποιον στό ξύλο — избивать до полусмерти; ~ομαι — сходить с ума; ~ομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.); сходить с ума по ком-л. (по чему-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сводить с ума? — τρελλαίνω как с (ново)греческого переводится слово τρελλαίνω? — сводить с ума — επίορκος — πυρασφαλιστικός — μετριοφρονώ — γλιγούδι — δημιουργικός — αντωνυμία — εικονογράφηση — αδιαοκόρπιστος — λαγός — λωτοφάγος — αμελώδητος — ευαλλοίωτος — τσικούρι — συμφιλιωτικά — ρόδινο — μετωπικά — κωπαίος — άστρεγος — αγουροξυπνημός — γαλακτοσάκχαρο — γδάρμα |
|||