Новогреческий словарь
διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμεν|ος
1.
протестантский
;
2. (о)
протестант
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
протестантский
? —
διαμαρτυρόμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
протестант
? —
διαμαρτυρόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμαρτυρόμενος
? — протестантский, протестант
#
(ново)греческий словарь
—
αποκάπνισμα
—
συντρόφι
—
χαλβαδοποιείο
—
οικόσιτος
—
γλυκοκουβεντιάζω
—
εκτυπωτικός
—
ελατόν
—
φρενήρης
—
σπερματοκτόνος
—
εκπλήσσω
—
εγγικτικός
—
εχιδνισμός
—
αναφάντης
—
ψυχοπονάω
—
καρδιεκτασία
—
αχόρευτος
—
πρόβειος
—
εξυπηρέτηση
—
οργυιά
—
υπερμαχώ
—
πεντηκοντούτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве