|
уединяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уединяться? — μοναχιάζω как с (ново)греческого переводится слово μοναχιάζω? — уединяться — ακούμπημα — Νοέμβριος — μακάκος — οικοκυρικός — γόργειον — γαιόκηρος — χειλικός — βελέντζικό — αριάδα — αφικνούμαι — παραπονιάρης — ημίτονον — χρυσωρυχείο — παραμέλημα — φιλοτελιστής — βυρσοδεψείον — οστίτιδα — δραχμοφονιάς — αιτίασις — καθαγιάζω — προσθήκη |
|||