|
ο католический священник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово католический священник? — φραγκόπαπας как с (ново)греческого переводится слово φραγκόπαπας? — католический священник — δουγένι — μεταστρέφω — ανταριασμένος — απρόσμαχος — λαμπρόσκολα — προβλεπτικός — κακοπορεομαι — φοιτητόκοσμος — γκιούλι — μεταφράζω — κειρία — ακροστιχίδα — κτυποκάρδι — σύγκλιση — σκορδίλα — ρυπαρογραφώ — θέληση — ελασματουργός — μονόχερος — αφοβησιά — ηλεκτροσόκ |
|||