Новогреческий словарь
αναστέλλουσα
αναστέλλουσα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστέλλουσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αργόμισθος
—
ωογονία
—
αδεμάτιαστος
—
κριμαϊκός
—
πολιτικολογώ
—
τεσσαροκάντουνος
—
ευρωπαίος
—
ξαγρυπνισμένος
—
προνόμιο
—
μακαριά
—
αναθιβάνω
—
ακαταπόντιστος
—
πολίτευμα
—
παρακίνηση
—
καλόττα
—
ματαιοσχολία
—
σταθμητικός
—
ευκρινής
—
βουλγάρικα
—
θραύω
—
χτίριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве