|
договариваться, соглашаться; === δέ ~εται μέ κανένα — [phrase]с ним невозможно договориться[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово договариваться? — συβάζομαι как на (ново)греческом будет слово соглашаться? — συβάζομαι как с (ново)греческого переводится слово συβάζομαι? — договариваться, соглашаться — σταδιοδρομία — ισοσταθμία — καμπινέ — απιστιά — Βούργαρος — πατροκτονία — άχωρος — βραδυψυχισμός — λάμδα — ίππειος — γελοιογράφος — βάρβαρα — μνησικακία — κατακλείδι — συνωμοσιολογικός — χειροθεσία — βαλτζής — μακροημερεύω — μπαξεβάνος — διαπνέομαι — έμπροσθεν |
|||