|
(αόρ. έγνεσα) прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прясть? — νέθω как с (ново)греческого переводится слово νέθω? — прясть — αρρενογονικός — μεζεκλής — συνάνθρωπος — πετροχελίδονο — λογιωτατίζω — λάβρα — αθροίζω — νοσηλευτικός — δυσεντερία — ακρόθεν — σέλωμα — ολοκληρωτικώς — εκατομμυριούχα — γκιζερίζω — καθιστώ — ησκιώνω — όχημα — αυτοκατευθυνόμενος — στερεοποιούμαι — στοχασμός — μινούτο |
|||