|
остальной; === μένω (καί) ~ — а) оставаться ни с чем, оставаться в дураках; б) оставаться должником #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остальной? — ρέστος как с (ново)греческого переводится слово ρέστος? — остальной — πολυπόθητος — αδιάδοτος — αγνωρισιά — πεισματώδης — χριστόπιττα — μελισσοτρόφος — αντισκωριακός — άγδαρτος — αερόμετρο — αντιαλκοολικός — περιστεριώνας — συναρπαγή — ασυγκατάθετος — γυναικίστικος — πατίνια — κουτσοπίνω — υπνωτικά — κηδεμονεύω — γωνιοειδής — καταφώτιστος — αλλογενής |
|||