Новогреческий словарь
κολυμβήτρια
κολυμβήτρια
η 1)
пловчиха
;
2)
купальщица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пловчиха
? —
κολυμβήτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
купальщица
? —
κολυμβήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
κολυμβήτρια
? — пловчиха, купальщица
#
(ново)греческий словарь
—
ξιφομαχώ
—
αγγελιάζομαι
—
αεροκίνητος
—
απόβλημα
—
δέκατο
—
αναξιοπαθώ
—
χλώμιασμα
—
φαντασμαγορικά
—
τσαγκαροσούβλι
—
κεραμιδάδικο
—
απροσχημάτιστος
—
καρδιοκλέφτης
—
αποτρόπαιος
—
κατηγορικός
—
συντεφένιος
—
αχυραμιά
—
υπερωκεάνειος
—
ενεργούμενος
—
γλώσσημα
—
ανακλώμαι
—
καταχαρούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве