|
ο конденсатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конденсатор? — συμπυκνωτήρας как с (ново)греческого переводится слово συμπυκνωτήρας? — конденсатор — δύσκολα — ανύψωτος — γυναικοθήρας — ζυγοστάθμησις — κατοπινός — μουνάκι — χρυσομίλητος — γερμανομάθεια — ρητορικά — σκάλοψ — γλέφαρο — βαλσαμωτής — ψηλομύτης — ξεψυχώ — υποχόνδριος — φιλομειδής — θάλλων — σκόρπισμα — γουρουνοασβός — αφράλα — Νοέμβρης |
|||