|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπανάκι? — — καταπιάνομαι — μετέχω — υποδιευθύντρια — εκσκαφή — εγχάραξη — οφείλομαι — ωταλγία — ενενηντάρα — σταυρομάννα — χαριεντίζομαι — μεγαλοδωρία — κέφι — όψη — εισαγωγούλα — μάνατζερ — ριπή — προφυλακιστέος — ανάδευση — μούσκλο — ασυμπάθητος — κανναβάτσα |
|||