|
заранее составлять; ~ κακήν γνώμην γιά κάποιον — заранее составлять плохое мнение о ком-л.; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заранее составлять? — προσχηματίζω как с (ново)греческого переводится слово προσχηματίζω? — заранее составлять — κελλιώτης — βάσκαμα — μανταρίστρα — απογερνώ — ταλαιπωρημένος — τσιγαράδικο — φωτομικρογραφία — εφορευτικός — σελντές — ελεφαντίσκος — ανάρριχτος — μεταμισθώ — γερμανοφιλία — γαλακτοθεραπεία — αναγκασμένος — αδελφούμαι — διακατοχή — διχοτομούσα — κρυψώνας — ανάμπαιγμα — δευτερόγονος |
|||