|
η переэкзаменовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переэкзаменовка? — μετεξέταση как с (ново)греческого переводится слово μετεξέταση? — переэкзаменовка — μοταιοδοξώ — στερνά — λιποαιμία — ανήξευρος — κηρογροφία — αρρενοφυής — λογοκλόπος — ψυμοζήτης — χαμόκλαδο — επιφράγμα — υδρογονοσταγονίδιο — αλλοτριογομία — πεταυρίζω — σκαμπανέβασμα — τροχιοδείκτης — χνουδερός — ελαφοειδής — ετεροχρωμία — εβδομαδιαίος — μπούφος — τοκίζω |
|||