|
η рутинёрка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рутинёрка? — ρουτινιέρισσα как с (ново)греческого переводится слово ρουτινιέρισσα? — рутинёрка — φάτνωμα — επινοημένος — υδροτουρμπίνα — σελιδοποιώ — ασπάλοκας — συντεχνία — στεάτωση — κοιμήσης — σμίξιμο — γουργούρισμα — σοκακόπαιδο — αθανάτωτος — πολυπόταμος — σαρξ — υποτυπώδης — λειβάδα — δυσεύρετος — ετεροίωση — αντιστάθμισις — μπόξερ — έμβαμμα |
|||