Новогреческий словарь
ωοπαραγωγή
ωοπαραγωγή
η
производство яйц
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
производство яйц
? —
ωοπαραγωγή
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωοπαραγωγή
? — производство яйц
#
(ново)греческий словарь
—
ψώλα
—
νυκτοσκοπός
—
πρωτοτυπικός
—
δερματογόνος
—
καπνοδόχος
—
γράμμωση
—
λουτράρισσα
—
θαλαμωτός
—
αταρίχευτος
—
βάρκα
—
τετράεδρο
—
αρχειοφυλάκιο
—
αισθηματολογικός
—
φούγκα
—
φατσούλα
—
ασύζευκτος
—
σέρτης
—
γύψ
—
ασβέστιος
—
νηματουργία
—
λιομάζωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве