|
мужественный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужественный? — αντρόκαρδος как с (ново)греческого переводится слово αντρόκαρδος? — мужественный — ασημόνερο — τή — απόβαρο — ένεμα — αδιακόσμητος — γαλλόνι — χουχουλιάζω — αρνόκουρα — ολιγόλογος — ξέω — μπερδεψοδούλης — συντακτικό — αγαθόβουλος — υπερπηδώ — μικροχειρουργός — διερευνητής — περιλούζω — καραγκούνης — αποκουφαίνομαι — νταλώνω — δυτικώς |
|||