|
(-εως) η эвфемизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эвфемизм? — αντίφραση как с (ново)греческого переводится слово αντίφραση? — эвфемизм — επισκευασμένος — στασίαρχος — μαντάτο — πουδραρίζω — θελιά — σιδηροβιομήχανος — αλιά — ντουζένι — μουλαρήσιος — ζαερές — αξόνιο — ευήνιος — ρωποπώλης — ριμαδόρα — χρεωστώ — πνευμονογράφηση — κεφαλιάτικο — αξιοσέβαστος — βαττόμετρο — πεταλοειδής — αλλοιωτικός |
|||