|
ο метеорограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метеорограф? — μετεωρογράφος как с (ново)греческого переводится слово μετεωρογράφος? — метеорограф — οστεωδυνία — ασυναγώνιστος — καδρονιάζω — βαλαρίζω — μπεζεβέγκης — ανδρογυναίκα — σκιόφοβος — Οκτώβριος — μαρτολούλουδο — λυσσώδης — τόρευμα — διαστρεβλωτικός — συνέργεια — μετάνιωμός — Αυστρία — γύμνωμα — καλοκαγαθία — μεστώνω — μπαγκιέρης — αέρι — ασκοελιές |
|||