|
(-έως) ο триер, зерноочистительная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово триер? — σποροδιαλογέας как на (ново)греческом будет слово зерноочистительная машина? — σποροδιαλογέας как с (ново)греческого переводится слово σποροδιαλογέας? — триер, зерноочистительная машина — οινοπνευματίαση — φιγουρατζού — αρκαντάσης — σινάπισμός — γουρούνας — βεργούλα — αποκοσκινάω — εκτίναξη — ταχυδρόμηση — ραδόνιο — μετάλλινος — παλιννόστηση — χρηματιστήριο — τύπωση — γαρώνω — γομαλάκκα — ευμενώς — πληκτικότητα — νηστήσιμος — ασυμμάζωχτος — μαυροκέρασο |
|||