|
ο 1) куб; υψώνω στον ~ο — возводить в куб; 2) игральная кость; === ερρίφθη ο ~ — жребий брошен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово куб? — κύβος как на (ново)греческом будет слово игральная кость? — κύβος как с (ново)греческого переводится слово κύβος? — куб, игральная кость — εναντιοπαθής — ορθοπόδισμα — δικονομικός — επισπαστήρας — τραχηλίτσα — αντευχοριστώ — ελάφειος — κηπουρική — καταδίκη — καλλικάντζαρού — άπαχος — ακλόνηστος — υπαινιγμός — βομβυκοτροφικός — ψαθί — εκτημόριον — πανηγυριώτισσα — ιδιαίτατος — Φράγκος — κουκλί — λαζαρέτο |
|||