|
неосмеянный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неосмеянный? — αμυκτήριστος как с (ново)греческого переводится слово αμυκτήριστος? — неосмеянный — αυταρχικότης — ενσταυλίζω — αρπαχτικός — σκάνταλο — συσσωρευτής — αλλοδαπή — μοίρασμα — ανθρακογραφία — νικελώνω — επώθηση — τσομπάνικος — προσανατολισμένος — στραβομούρης — λαουτάρης — κουλοχέρης — ευρέθην — θρηνωδία — βαθύμετρο — γαρούφαλο — φοινικόδασος — υδροσκοπικά |
|||