|
ο мор. бортовая (или боковая) качка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бортовая качка? — διατοιχισμός как с (ново)греческого переводится слово διατοιχισμός? — бортовая качка — μεσούρανα — ρόβι — ολκόμετρο — εγγράψιμος — αγαλλιάζω — νογάω — στάχι — ψυχοπαθολογία — ξινός — φρίμασμα — πειθώ — επιθαλάμιον — σαξονικός — ψυχαγωγώ — εξοχότατος — παρεισάγω — χαριτολογώ — περιστασιακός — σόλ — μαρασμός — αλανοπερίστερο |
|||