|
относящийся к аппарату Морзе; τό ~ό (αλφάβητο) — азбука Морзе; морзянка (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к аппарату Морзе? — μορσικός как с (ново)греческого переводится слово μορσικός? — относящийся к аппарату Морзе — αμειδίαστος — επαύξηση — κτηματομεσιτικός — μονολογώ — συμπλέκτης — σαρκαστικότητα — προορισμός — φιλέτο — θήλεια — αρτιμέλεια — ξένη — νυχτώνομαι — αποκάνω — πατατάλευρο — μανθόσουπα — επενδύτρια — ανεπιστημονικός — μηλιόρα — αρμακιάζω — δινέρι — αρτηριοσκλήρυνση |
|||