Новогреческий словарь
μοντεράτο
μοντεράτο
το муз.
модерато
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
модерато
? —
μοντεράτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοντεράτο
? — модерато
#
(ново)греческий словарь
—
αναγερτά
—
αγιάτρευτος
—
δαιμονολατρία
—
ιστολογία
—
ανταρίζω
—
ψαράδικο
—
ούρλιασμα
—
επίθετο
—
κωβιός
—
βυσματικός
—
κοπανατζού
—
βολκός
—
δρεπανίστρια
—
σπινθηροψία
—
αναδικάζω
—
γαλβανοστεγία
—
ανεμοστρόβιλος
—
πολύχορδος
—
κηρίον
—
ευωδιαστός
—
λογοτεχνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,