|
ο стих. хорей, трохей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хорей? — χορείος как на (ново)греческом будет слово трохей? — χορείος как с (ново)греческого переводится слово χορείος? — хорей, трохей — άγενος — αργία — οποσονδήποτε — αυτοραθιογραφία — διεγέρτης — υποταγή — χωματουργός — πρύτανις — μυελασθένεια — εξοπλισμός — στοματολογικός — Τσεχοσλοβακία — ανθρακούχος — μεταναστευτικός — αργότερα — αγγελοσκιάζω — δερμάτινο — υβριστικό — γενικότητα — ολούθε — δεσποτεία |
|||