|
(-ητος) η сверхпроводимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сверхпроводимость? — υπεραγωγιμότητα как с (ново)греческого переводится слово υπεραγωγιμότητα? — сверхпроводимость — σιαλώ — αψιδωτός — αναβρακάτος — δεκάδιπλος — ακουτσούρευτος — κωλοσούρτης — σίαλος — τσιρίσι — φυσικός — Πολωνέζα — ψυχοδιαγνωστικός — χρυσοπωλείο — μεγαλόφωνος — ιστοκαλλιέργεια — κλέφτης — μισουρανίς — πρωταγωνιστής — σάλος — χαντζάρι — μαστραπάς — αζαχάρωτος |
|||