|
αόρ. от πετώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επέταξα? — — υποσκέλιση — γαλουχώ — ακαταστρατήγητος — πόστ-ρεστάν — βραδύ — απογαλάκτιση — δοκιμαστήριος — κοσμογονικός — τσιμπούσι — χειροπόδαρα — αποθρασύνομαι — τυπογραφικό — λογιέμαι — παρεξηγούμαι — παραχαράζω — τροπωτήρ — κουρμαδιά — φώνημα — καταβιβάζω — ασφάλιον — ευμεγέθης |
|||