|
ο товарищ по оружию; однополчанин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово товарищ по оружию? — συστρατιώτης как на (ново)греческом будет слово однополчанин? — συστρατιώτης как с (ново)греческого переводится слово συστρατιώτης? — товарищ по оружию, однополчанин — επαναλαμβάνομαι — αγορητής — βρογχίδιο — επίφραξις — κονικλοτροφία — γαγγλιακός — δράσσω — έμπα — κάκιωμα — σκούξιμο — γυμνό — αρτοκοπτικός — λιμώδης — βλησίδι — αντίποινο — μουζικάντης — μουεζίνης — αφυλλος — χρυσόψαρο — φωτιοκαμένος — φτερομαδώ |
|||