Новогреческий словарь




κασόνιασμα

κασόνιασμα
το 1) упаковка в ящик;
2) опалубка (действие)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово упаковка в ящик? — κασόνιασμα
как на (ново)греческом будет слово опалубка? — κασόνιασμα
как с (ново)греческого переводится слово κασόνιασμα? — упаковка в ящик, опалубка


#(ново)греческий словарьεξευτελιστήςαετωματικόςωογόνουπόπρωροςπαρακύησηλαουτζίκοςεγκεντρισμόςυπερπυρεξίασυγχαίρωπροσκυνημένοςεκδικάζωαρχαίαχερσοτόπιπαρελαύνωγλωσσογραφίασκαταδίωχτοςπενταδάκτυλοςοπισθενέργειαπολεμιστήριοςπρογεύομαιχαλκοτσούκαλο


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω