|
το 1) упаковка в ящик; 2) опалубка (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упаковка в ящик? — κασόνιασμα как на (ново)греческом будет слово опалубка? — κασόνιασμα как с (ново)греческого переводится слово κασόνιασμα? — упаковка в ящик, опалубка — αβόγγητος — ταχύ- — λίβανος — αγγλοφιλία — στερεύω — τυφογενής — γητευτής — συνομιλία — σανδαλοποιός — αγριομούλαρο — προσχωρώ — νυχτώνω — δόλος — αλιάνιστος — τιτλοφόρος — κλώτσος — συναρπαστικός — υποβάλλω — αμερής — λοιμοκαθαρτήριο — αντιπληθωριστικός |
|||